- οργανοπαίχτης
- οαυτός που το επάγγελμά του είναι να παίζει κάποιο όργανο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οργανοπαίκτης — και οργανοπαίχτης, ο άτομο που παίζει, ιδίως επαγγελματικά, ένα μουσικό όργανο … Dictionary of Greek
σουραύλι — Μουσικό όργανο, που συγγενεύει με το φλάουτο. Το στόμιο, από το οποίο φυσάει εκείνος που παίζει, δεν είναι εντελώς ανοιχτό όπως στη φλογέρα, αλλά συνήθως λοξοκομμένο και κλεισμένο με τάπα (σούρος, γλωσσίδι, πείρος, ψύχα κλπ.), αφήνοντας μια λεπτή … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
Οστάντε — (Ostade). Επώνυμο δύο Ολλανδών ζωγράφων. 1. Αδριανός βαν (Λύμπεκ 1610 – Άμστερνταμ 1685). Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Χάαρλεμ και σπούδασε στο εργαστήρι του Φραντς Χαλς. Ειδικεύτηκε στην απεικόνιση σκηνών της καθημερινής ζωής και επηρεάστηκε βαθιά… … Dictionary of Greek
Σμιλόφσκι, Αλόις Βοιτέκ — (Smilovsky). Ψευδώνυμο του Τσέχου διηγηματογράφου Α. Σμιλάουερ (Μλαντά Μπολεσλάβ, Βοημία 1837 Λιτομίσλ, Βοημία 1883). Υπήρξε συγγραφέας ρεαλιστικών διηγημάτων και μυθιστορημάτων, που αναφέρονται στην επαρχιακή ζωή, υπογραμμίζοντας το παρελθόν και … Dictionary of Greek
Σουέλινκ, Γιαν Πήτερστζοον — (Sweelinck). Φλαμανδός μουσικοσυνθέτης και πιανίστας γερμανικής καταγωγής (Ντέβεντερ, Οβερίσελ 1562 Άμστερνταμ 1621). Ήταν μέλος οικογένειας μουσικών και τις πρώτες μουσικές γνώσεις τις πήρε από τον πατέρα του Πήτερ στο Ντέβεντερ, όπου… … Dictionary of Greek
Φετίς, Φρανσουά-Ζοζέφ — (Fétis, Μονς 1784 – Βρυξέλλες 1871). Βέλγος μουσικολόγος και συνθέτης. Σπούδασε βιολί και κλαβεσέν, ενώ ως παιδί έψαλλε στη χορωδία της μητρόπολης του Μονς. Έπειτα φοίτησε στο Ωδείο του Παρισιού, εργάστηκε ως οργανοπαίχτης και δάσκαλος της… … Dictionary of Greek
Φρεσκομπάλντι, Τζιρόλαμο — (Frescobaldi, Φεράρα 1583 – Ρώμη 1643). Ιταλός συνθέτης και οργανοπαίκτης. Το εν διαφέρον για τον μεγάλο αυτό μουσικό εκδηλώθηκε μόλις τελευταία, έτσι ώστε και από την άποψη αυτή η ιδιωτική και καλλιτεχνική ζωή του Φ. να φαίνεται ότι μοιάζουν με… … Dictionary of Greek
λαλητής — ο 1. λαϊκός οργανοπαίχτης. 2. τραγουδιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουζικάντης — ο (λ. ιταλ.), ασήμαντος μουσικός, οργανοπαίχτης: Στο πανηγύρι μαζεύτηκαν όλοι οι μουζικάντηδες της περιοχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)